Η Ελλάδα έχει καταφέρει να ανταγωνίζεται ισάξια την Ισπανία σε ό,τι αφορά τη μέση τουριστική δαπάνη, παρά τις διαφοροποιήσεις στις τουριστικές αγορές και τη μεθοδολογία υπολογισμού των στοιχείων. Σύμφωνα με τις μελέτες του ΙΝΣΕΤΕ (δείτε εδώ και εδώ) οι δύο χώρες εμφανίζουν εντυπωσιακές επιδόσεις, παρά τις διαφορές στον τύπο του τουρισμού που προσελκύουν.
Η Ελλάδα, αν και εμφανίζει χαμηλότερη μέση δαπάνη σε σχέση με την Ισπανία (603 ευρώ το 2023 για την Ελλάδα έναντι 1.277 ευρώ για την Ισπανία), διατηρεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα λόγω του σημαντικού ποσοστού οδικών αφίξεων από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, οι οποίες παραδοσιακά ξοδεύουν λιγότερα. Αντίθετα, η Ισπανία απολαμβάνει μεγαλύτερη ροή τουριστών από πιο μακρινές και οικονομικά ισχυρές αγορές, όπως η Λατινική Αμερική και η Ασία, όπου η δαπάνη ανά τουρίστα είναι υψηλότερη.
Σημαντικό είναι ότι στην Ελλάδα, το κόστος που υπολογίζεται περιλαμβάνει μόνο τις δαπάνες που παραμένουν στη χώρα, ενώ στην Ισπανία υπολογίζεται το σύνολο της δαπάνης του τουρίστα, συμπεριλαμβανομένων των αεροπορικών εισιτηρίων και άλλων εξόδων που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση του τουρίστα εκτός των συνόρων της χώρας. Η προσαρμογή των στοιχείων για να αναπαριστούν μόνο τη δαπάνη που παραμένει στην κάθε χώρα αναδεικνύει ότι η διαφορά στη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη για το 2022 και το 2023 ήταν μικρότερη από ό,τι φαίνεται στην αρχική σύγκριση.
Πάντως, η Ελλάδα, παρά την ύπαρξη διαφορών στις τουριστικές της αγορές, έχει καταφέρει να αυξήσει τη μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση τα τελευταία χρόνια, και αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, λόγω της αύξησης των τουριστών από χώρες με υψηλότερη οικονομική δυνατότητα, όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία.