Η Μονή Τοπλού αποτελεί ένα ιστορικό μοναστήρι στην Κοινότητα Παλαικάστρου του δήμου Σητείας, στην ανατολική πλευρά της Κρήτης.
Χτισμένη στο ακρωτήρι του Σαμωνίου ή Κάβο Σίδερου, βρίσκεται 10 χιλιόμετρα ανατολικά της Σητείας και 6 χιλιόμετρα βόρεια του Παλαικάστρου.
Πώς πήρε το όνομά της
Για πρώτη φορά συναντούμε την ονομασία Τοπλού σε ένα τουρκικό έγγραφο του 1673. Οι περισσότεροι μελετητές της ιστορίας της Μονής αποφαίνονται ότι το όνομα αυτό προήλθε από την Τούρκικη λέξη «τοπ» που σημαίνει «κανόνι», καθώς από την εποχή των Ενετών η Μονή διέθετε ένα μικρό κανόνι για να προφυλάσσεται από τις επιδρομές των πειρατών και να ειδοποιεί συγχρόνως τα γύρω χωριά για τον κίνδυνο που διατρέχει.
Σύμφωνα με μία δεύτερη εκδοχή, η ονομασία ενδέχεται να προήλθε από την συγκοπή της λέξης το πλού(σιο) Μοναστήρι, επειδή διέθετε αρκετή περιουσία, ενώ ακόμα και σήμερα ο λαός το αποκαλεί «Το μεγάλο Μοναστήρι».
Η Μονή απέκτησε μεγάλη περιουσία, κυρίως με τις δωρεές πλούσιων Σητειακών. Τα κτήματά της έφθαναν από τον Κάβο Σίδερο μέχρι τα Πηλαλήματα.
Ίδρυσε εκκλησίες σε όλη την Κρήτη, οι οποίες εξαρτώνται από αυτήν, όπως η Παναγία η Ταυραδιανή ή Ακρωτηριανή στην Κριτσά του Μεραμπέλου, μονύδριο στην περιοχή του Ηρακλείου με το όνομα Παναγία η Ακρωτηριανή.
Επίσης άμεση σχέση με την Μονή έχει το γνωστό Μοναστήρι Παπλινού στην Ιεράπετρα, ενώ και οι γνωστές Σητειακές Μονές της Αγίας Σοφίας Αρμένων, Παναγίας Φανερωμένης στον Τράχηλα και Καψά οπωσδήποτε μετά από την παρακμή τους ήταν κάτω από την επίβλεψη της Μονής Τοπλού.
Καταστροφή και ανοικδόμηση
Το 1530, η Μονή λεηλατήθηκε από τους ιππότες της Μάλτας.
Αργότερα, ένας σεισμός επέφερε την καταστροφή της το 1612 και το 1613 ανοικοδομήθηκε με την οικονομική ενίσχυση των Βενετών κυρίαρχων του νησιού.
Το 1646 έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι όχι μόνο λεηλάτησαν το μοναστήρι, αλλά υποχρέωσαν και τους καλόγερους να διασκορπιστούν.
Σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Μονή υπέστη τα πάνδεινα, καθώς εθεωρείτο καταφύγιο των διωκομένων αλλά και εστία εθνικών αγώνων, ενώ και ο πλούτος της ήταν αντικείμενο αρπακτικών διαθέσεων των Οθωμανών.
Σύμφωνα με πληροφορίες του δήμου Σητείας, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Μονή λειτουργούσε ως Κρυφό Σχολείο στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας, είναι όμως βέβαιο πως το 1870 ιδρύθηκε εκεί αλληλοδιδακτικό Σχολείο.
Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, στη Μονή υπήρχε ασύρματος και οι Γερμανοί συνέλαβαν και εκτέλεσαν το 1944 τον ηγούμενο της Μονής, Γεννάδιο Συλλιγνάκη, ενώ βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν και άλλοι μοναχοί.
Τα οστά του Συλλιγνάκη μεταφέρθηκαν το 1955 στο ηρώο έξω από τη Μονή.
Αρχιτεκτονική
Η Μονή βρισκόταν σε ακμή τον 14ο και τον 15ο αιώνα, εάν κρίνει κανείς από τον μεγάλο αριθμό σημαντικών βυζαντινών εικόνων εκείνης της περιόδου που απηχούν πιστά την εξέλιξη της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής, η οποία σταδιακά εξαπλωνόταν στην Κρήτη από την πτώση της Πόλης και μετά.
Η υψηλή εικαστική αξία των εικόνων είναι, επίσης, ενδεικτική του υψηλού επιπέδου της παιδείας των μοναχών της Μονής, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της αναγεννησιακής Κρήτης.
Η σημερινή μορφή της Μονής είναι φρουριακή σταυροπηγιακή, έχει τετράγωνο σχήμα και περιβάλλεται από έναν ψηλό τοίχο που έχει ύψος περίπου 10 μέτρα. Η συνολική έκταση που καταλαμβάνει είναι περίπου 800τ.μ., ενώ αναπτύσσεται σε 3 ορόφους γύρω από την εσωτερική αυλή.
Η πρόσοψη της Μονής έχει μορφή αετωματική αναγεννησιακού τύπου, ενώ φέρει εντοιχισμένη εγχάρακτη κτητορική επιγραφή του ηγούμενου Γαβριήλ Παντόγαλου σε ελεγειακά δίστιχα.
Πάνω ακριβώς από την κεντρική πύλη υπάρχει η «καταχύτρα» με την οποία έριχναν στους πειρατές και στους εισβολείς που προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα, καυτό λάδι και μολύβι.
Η οικοδόμηση της μονής με αυτή τη μορφή έγινε στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας, όταν ήταν ολοφάνερη η τουρκική απειλή. Περιλαμβάνει και διάφορους βοηθητικούς χώρους οι οποίοι στο σύνολο είναι 40. Ανάμεσά τους συναντούμε μαγειρεία, φούρνους, κελιά, ξενώνες, ηγουμενείο και αποθήκες, χώροι οι οποίοι αναστηλώνονται με τη εποπτεία της Αρχαιολογικής υπηρεσίας. Επιπλέον σύμφωνα με την παράδοση υπάρχουν 100 πόρτες Μτη μονή αν και έχουν ανακαλυφθεί μόνο οι 99.
Επιβλητικό είναι και το κωδωνοστάσιο, αναγεννησιακού τύπου που υψώνεται στη δυτική πλευρά πάνω από την κεντρική πόρτα και το οποίο φέρει ανάγλυφα στέμματα και σταυρούς με επιγραφές και έχει ύψος 33 μέτρων, ενώ χρονολογείται το 1558.
Επίσης στην εσωτερική αυλή υπάρχει ένα πηγάδι, το οποίο πρέπει να χτίστηκε κατά τα πρώτα χρόνια της Μονής και το οποίο χρησίμευε και χρησιμεύει για την ύδρευση του μοναστηριού.
Ακριβώς απέναντι από το πηγάδι υπάρχει μια μικρή εκκλησία η οποία είναι δίκλιτη βασιλική και διμάρτυρη. Το βόρειο κλίτος είναι αφιερωμένο στην γέννηση της Θεοτόκου, ενώ το νότιο που είναι και νεώτερη προσθήκη στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.
Στο εσωτερικό ο ναός έχει θαυμάσιες εικόνες που δίνουν επιβλητικότητα στην ευλαβική ατμόσφαιρα όπως η εικόνα με τίτλο: «Μέγας εί Κύριε και Θαυμαστά τα έργα Σου» η οποία έχει 61 παραστάσεις από την ομώνυμη ευχή του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανίων και η οποία συντάχτηκε από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σοφρώνιο, η εικόνα «Άξιον Εστί» που φιλοτεχνήθηκε από τον Ιωάννη Κορνάρο το 1770 και η εικόνα «Ρόδον το αμάραντο» του 1771, η Άγια Αναστασία η Φαρμακολύτρια καθώς και η εικόνα της Παναγίας η οποία βρέθηκε σε μια κοντινή σπηλιά όπου τρέχει νερό-αγίασμα.
Ακόμη σημαντική ήταν η ανακάλυψη της Αρχαιολογικής υπηρεσίας όταν πίσω από τους νεώτερους σοβάδες ανακαλύφθηκαν θαυμάσιες τοιχογραφίες, οι οποίες χρονολογούνται ότι είναι του 14ου αιώνα, ενώ είναι και πολύ καλά διατηρημένες.
Στη Μονή φυλάγονται τα λείψανα των Αγίων Χαραλάμπους, Δομητιανού, Τρύφωνος, Παντελεήμονος, Στεφάνου, Αβερκίου, Ιακώβου και της Οσίας Αναστασίας.
Πληροφορίες για την επίσκεψή σας
- Η είσοδος είναι δωρεάν.
- Είναι εύκολα προσβάσιμη, καθώς βρίσκεται πάνω στον δρόμο,
- Μέσα στο Μοναστήρι υπάρχει ένα οινοποιείο στο οποίο φτιάχνουν κρασί από τους δικούς τους αμπελώνες. Εκεί γίνονται ξεναγήσεις και γευσιγνωσίες τις οποίες δεν πρέπει να χάσετε.